εμπατή

εμπατή
εμπατή, η και αμπατή, η
1. είσοδος υπογείου από το πάνω μέρος.
2. το υπόγειο.
3. (ναυτ.), η είσοδος πλοίου σε λιμάνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμπατή — και αμπατή, η 1. είσοδος σε υπόγειο από την οροφή του, καταρράχτης 2. υπόγειο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”